- γλυκ(ο)-
- και γλυκύ-πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ-), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ' επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις. Πρβλ. γλυκάνισο(ν), γλυκοκάλαμο (Α γλυκυκάλαμον), γλυκόλαλος (Α γλυκύλαλος), γλυκόμηλο (ΑΜ γλυκύμηλον), γλυκόπικρος (Α γλυκύπικρος), γλυκόριζα (Α γλυκύρριζα), γλυκόφωνος (Α γλυκύφωνος), γλυκύηχος (Α γλυκυηχής)αρχ.γλυκύκαρπος, γλυκύμυθος, γλυκυσίδη, γλυκύστρυφνος, γλυκύφυλλος, γλυκύχυλος(αρχ.- μσν.) γλυκύχυμοςμσν.γλυκοκύμινον, γλυκοποσία, γλυκύφθογγοςμσν.- νεοελλ.γλυκόπιοτος (Μ γλυκόποτος)νεοελλ.γλυκαισθησία, γλυκανάβλεμμα, γλυκαπόδειπνος, γλυκαχός, γλυκερήθρα, γλυκοαίματος, γλυκοβύζαστος, γλυκόγελο, γλυκοελιά, γλυκοζαχαρένιος, γλυκόηχος, γλυκολεμονιά, γλυκολυπούμενος, γλυκομύριστος, γλυκονεράτζι, γλυκονερατζιά, γλυκόξινος, γλυκοπατάτα, γλυκοπύρηνος, γλυκοπυρώνω, γλυκοσαλιάζω, γλυκοσοθεμένος, γλυκοτραγουδώ, γλυκόχυμος.2. (Μεταφορικά) τρυφερότητα, στοργή, αγάπη. Πρβλ. μσν. γλυκοπερικρατώ, γλυκοπεριλαμβάνομαι, γλυκοπεριλαμπάνω, γλυκοπεριπλέκωμσν.- νεοελλ.γλυκόλογος (Μ γλυκύλογος), γλυκοποθώνεοελλ.γλυκαγκαλιάζομαι, γλυκαναστενάζω, γλυκαπαντώ, γλυκοβλέπω, γλυκοθύμητος, γλυκοθωρώ, γλυκόκαρδος, γλυκοκοιτάζω, γλυκοκουβέντα, γλυκόλογο, γλυκοματιάζω, γλυκομηλιά, γλυκομιλώ, γλυκονειρεύομαι, γλυκόνομαι, γλυκοπαρηγορώ, γλυκοσυντυχαίνω, γλυκοτηράζω, γλυκοφιλώ, γλυκοχαιρετώ, γλυκοχαμόγελο.3. Απαλότητα, ηρεμία, ό,τι γίνεται ευχάριστα, χαρούμενα ή απαλάεπίσης κάτι ήπιο, μειλίχιο και θελκτικό. Πρβλ. αρχ. γλυκύδακρυς, γλυκυδερκής, γλυκύδωρος, γλυκύθυμος, γλυκυμάχανος, γλυκυμείλιχος, γλυκύνους, γλυκύπαις, γλυκυπάρθενοςμσν.γλυκορρήμων, γλυκύρρους, γλυκυσταγήςμσν.- νεοελλ.γλυκαπαντοχή, γλυκόβρυτοςνεοελλ.γλυκαναβρύζω, γλυκαναπαύομαι, γλυκανεβαίνω, γλυκαρμενίζω, γλυκαχτίδα, γλυκοβαρώ, γλυκοβασιλεύω, γλυκοβαστώ, γλυκόβοος, γλυκογυρίζω, γλυκοδροσισμένος, γλυκοζώ, γλυκόζωος, γλυκοθωριά, γλυκοκατεβαίνω, γλυκοκελαδώ, γλυκοκοιμίζω, γλυκοκοιμούμαι, γλυκοκουδουνίζω, γλυκοκυματίζω, γλυκόματος, γλυκομεθώ, γλυκόξανθος, γλυκοποτίζω, γλυκοσβήνω, γλυκοσκάζω, γλυκοσφίγγω, γλυκοφαγγρίζω, γλυκοφεγγοβολώ, γλυκοφέγγω, γλυκοχαϊδεύω, γλυκοχαράζει].
Dictionary of Greek. 2013.